- Αἰτναῖον
- Αἰτναῖοςofmasc acc sgΑἰτναῖοςofneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσεκφυσώ — άω, Μ [ἐκφυσῶ] φυσώ προς τα έξω επιπροσθέτως («ὑπέρ τὸν Αἰτναῑον [κρατῆρα] προσεξεφύσησεν», Ευστ.) … Dictionary of Greek